- τριγλί
- το, Νβλ. τρίγλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριγλίτιδι — τριγλί̱τιδι , τριγλῖτις like the fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγλη — και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α παλαιότερη λόγια ονομασία τού περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς… … Dictionary of Greek